συνολικός
[sinoliˈkos], συνολική, συνολικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- Gesamtumsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συνολικές ζημιέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl οικονομία | WirtschaftοικονSchadensbilanzθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συνολική βλάβηθηλυκό | Femininum, weiblich fGesamtschadenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples