„Bevölkerungszahl“: Femininum, weiblich BevölkerungszahlFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συνολικός πληθυσμός συνολικός πληθυσμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Bevölkerungszahl Bevölkerungszahl