„Gesamtwirkung“: Femininum, weiblich GesamtwirkungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συνολικός αντίκτυπος συνολικός αντίκτυποςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Gesamtwirkung Gesamtwirkung