Greek-German translation for "πληθυσμός"

"πληθυσμός" German translation

πληθυσμός
[pliθizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Bevölkerungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    πληθυσμός
    πληθυσμός
examples
  • πληθυσμός της γης
    Erdbevölkerungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    πληθυσμός της γης
  • πληθυσμός ψαριών
    Fischbestandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    πληθυσμός ψαριών
γηγενής πληθυσμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Urbevölkerungθηλυκό | Femininum, weiblich f
γηγενής πληθυσμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
συνολικός πληθυσμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Bevölkerungszahlθηλυκό | Femininum, weiblich f
συνολικός πληθυσμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αστικός πληθυσμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Stadtbevölkerungθηλυκό | Femininum, weiblich f
αστικός πληθυσμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αγροτικός πληθυσμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Landbevölkerungθηλυκό | Femininum, weiblich f
αγροτικός πληθυσμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
παραμεθόριος πληθυσμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Grenzbevölkerungθηλυκό | Femininum, weiblich f
παραμεθόριος πληθυσμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: