„grausam“: Adjektiv grausamAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκληρός, άγριος, απάνθρωπος, ωμός σκληρός, άγριος, απάνθρωπος, ωμός grausam grausam