ξυπνητήρι
[ksipniˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Weckerαρσενικό | Maskulinum, männlich mξυπνητήριξυπνητήρι
examples
- ξυπνητήρι με ράδιοRadioweckerαρσενικό | Maskulinum, männlich m