„ρυθμίζω“: μεταβατικό ρήμα ρυθμίζω [riθˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) regeln, einstellen regeln ρυθμίζω γεν, κανονίζω ρυθμίζω γεν, κανονίζω einstellen ρυθμίζω μηχάνημα ρυθμίζω μηχάνημα examples ρυθμίζω τις παραμέτρους σε ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ konfigurieren ρυθμίζω τις παραμέτρους σε ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ ρυθμίζω το ρολόι die Uhr stellen ρυθμίζω το ρολόι