ρυθμίζω
[riθˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- regelnρυθμίζω γεν, κανονίζωρυθμίζω γεν, κανονίζω
- einstellenρυθμίζω μηχάνημαρυθμίζω μηχάνημα