ρίζα
[ˈriza]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wurzelθηλυκό | Femininum, weiblich fρίζα φυτού μαθηματικά | Mathematikμαθ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφρίζα φυτού μαθηματικά | Mathematikμαθ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Stammαρσενικό | Maskulinum, männlich mρίζα γραμματική | Grammatikγραμμρίζα γραμματική | Grammatikγραμμ
- Radikalουδέτερο | Neutrum, sächlich nρίζα χημεία | Chemieχημρίζα χημεία | Chemieχημ
examples
- τετραγωνική ρίζαQuadratwurzelθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- ρίζα των μαλλιώνHaarwurzelθηλυκό | Femininum, weiblich f