„Neuland“: Neutrum, sächlich NeulandNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παρθένα γη, άγνωστο πεδίο παρθένα γηFemininum, weiblich | θηλυκό f Neuland Neuland άγνωστο πεδίοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Neuland in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Neuland in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig