Greek-German translation for "ουσία"

"ουσία" German translation

ουσία
[uˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Substanzθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ουσία ύλη
    Stoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    ουσία ύλη
    ουσία ύλη
  • Wesenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    ουσία υπόσταση
    ουσία υπόσταση
  • Kernαρσενικό | Maskulinum, männlich m.
    ουσία προβλήματος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    ουσία προβλήματος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
  • Essenzθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ουσία περιεχόμενο
    Inhaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    ουσία περιεχόμενο
    ουσία περιεχόμενο
  • Geschmackαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    ουσία γεύση
    ουσία γεύση
examples
  • είναι η ουσία της ζωής μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    das ist das Wesentliche
    είναι η ουσία της ζωής μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
  • στην ουσία
    im Grunde, eigentlich
    στην ουσία
  • χρωστική ουσία
    Farbstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    χρωστική ουσία
ερεθιστική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Reizmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ερεθιστική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ρυπογόνος ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Schadstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ρυπογόνος ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
δηλητηριώδης ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f για το περιβάλλον
Umweltgiftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
δηλητηριώδης ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f για το περιβάλλον
τοξική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Giftstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
τοξική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
θρεπτική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Nährstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
θρεπτική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
σκιαγραφική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kontrastmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
σκιαγραφική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ρυπαντική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Giftstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Schadstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ρυπαντική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
μεσοκυττάρια ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Matrixθηλυκό | Femininum, weiblich f
μεσοκυττάρια ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
λευκαντική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Bleichmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
λευκαντική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
φυτική χρωστική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Pflanzenfarbstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
φυτική χρωστική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich f

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: