δηλητηριώδης
[ðilitiriˈoðis], δηλητηριώδης, δηλητηριώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- giftig, Gift-δηλητηριώδηςδηλητηριώδης
examples
-
- δηλητηριώδες φίδιουδέτερο | Neutrum, sächlich nGiftschlangeθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
hide examplesshow examples