„Umweltgift“: Neutrum, sächlich UmweltgiftNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δηλητηριώδης ουσία για το περιβάλλον δηλητηριώδης ουσίαFemininum, weiblich | θηλυκό f για το περιβάλλον Umweltgift Umweltgift