„Essenz“: Femininum, weiblich EssenzFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μύρο, μυρωδικό, απόσταγμα μύροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Essenz μυρωδικό, απόσταγμα Essenz Essenz