νομικός
[nomiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, νομική, νομικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- juristischνομικόςνομικός
- rechtlich, gesetzlichνομικός που αφορά στο δίκαιονομικός που αφορά στο δίκαιο
examples
- Νομικές σπουδέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplJurastudiumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- νομική ασφάλειαθηλυκό | Femininum, weiblich fRechtsschutzversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- νομική βάσηθηλυκό | Femininum, weiblich fRechtsgrundlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples