„rechtlich“: Adjektiv rechtlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) νομικός, νόμιμος νομικός rechtlich Rechtswesen | νομικός όροςJUR legal rechtlich Rechtswesen | νομικός όροςJUR legal νόμιμος rechtlich Rechtswesen | νομικός όροςJUR legitim rechtlich Rechtswesen | νομικός όροςJUR legitim