μεσολάβηση
[mesoˈlavisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vermittlungθηλυκό | Femininum, weiblich fμεσολάβηση γενμεσολάβηση γεν
- Eingriffαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεσολάβηση επέμβασημεσολάβηση επέμβαση
examples
- μεσολάβηση για εύρεση εργασίαςArbeitsvermittlungθηλυκό | Femininum, weiblich f