Arbeitsvermittlung
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- γραφείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n εύρεσης εργασίαςArbeitsvermittlung Amtoder | ή od privatArbeitsvermittlung Amtoder | ή od privat
- μεσολάβησηFemininum, weiblich | θηλυκό f για εύρεση εργασίαςArbeitsvermittlung VorgangArbeitsvermittlung Vorgang