Vermittlung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μεσολάβησηFemininum, weiblich | θηλυκό fVermittlungVermittlung
- μεσιτείαFemininum, weiblich | θηλυκό fVermittlung Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHVermittlung Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH
- τηλεφωνικό κέντροNeutrum, sächlich | ουδέτερο nVermittlung Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL StelleVermittlung Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL Stelle