εύρεση
[ˈevresi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erfindungθηλυκό | Femininum, weiblich fεύρεση επινόησηεύρεση επινόηση
- Auffindenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεύρεση ανακάλυψηEntdeckenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεύρεση ανακάλυψηεύρεση ανακάλυψη