Sauberkeitsfimmel
Maskulinum, männlich | αρσενικό m pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μανίαFemininum, weiblich | θηλυκό f καθαριότηταςSauberkeitsfimmelSauberkeitsfimmel