κόσμος
[ˈkozmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Weltθηλυκό | Femininum, weiblich fκόσμος γηκόσμος γη
- Weltallουδέτερο | Neutrum, sächlich nκόσμος σύμπανKosmosαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόσμος σύμπανκόσμος σύμπαν
- Menschenπληθυντικός | Plural plκόσμος ανθρωπότηταMenschheitθηλυκό | Femininum, weiblich fκόσμος ανθρωπότητακόσμος ανθρωπότητα
- Leuteπληθυντικός | Plural plκόσμος άνθρωποιMenschenπληθυντικός | Plural plκόσμος άνθρωποικόσμος άνθρωποι
examples
- είχε πολύ/λίγο κόσμοes waren viele/wenige Leute
- in der Weltgeschichte herumreisen
hide examplesshow examples