Greek-German translation for "κόσμος"

"κόσμος" German translation

κόσμος
[ˈkozmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Weltθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κόσμος γη
    κόσμος γη
  • Weltallουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    κόσμος σύμπαν
    Kosmosαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    κόσμος σύμπαν
    κόσμος σύμπαν
  • Menschenπληθυντικός | Plural pl
    κόσμος ανθρωπότητα
    Menschheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κόσμος ανθρωπότητα
    κόσμος ανθρωπότητα
  • Leuteπληθυντικός | Plural pl
    κόσμος άνθρωποι
    Menschenπληθυντικός | Plural pl
    κόσμος άνθρωποι
    κόσμος άνθρωποι
examples
  • είχε πολύ/λίγο κόσμο
    es waren viele/wenige Leute
    είχε πολύ/λίγο κόσμο
  • σε όλο τον κόσμο
    auf der ganzen Welt
    σε όλο τον κόσμο
  • γυρίζω όλον τον κόσμο
    γυρίζω όλον τον κόσμο
  • hide examplesshow examples
υπαλληλικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beamtenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
υπαλληλικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
φοιτητικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Studentenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
φοιτητικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πόσος κόσμος!
wie viel Leute!
πόσος κόσμος!
κινηματογραφικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Filmweltθηλυκό | Femininum, weiblich f
κινηματογραφικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
επιχειρηματικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Geschäftsweltθηλυκό | Femininum, weiblich f
επιχειρηματικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ο έξω κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
die Außenweltθηλυκό | Femininum, weiblich f
ο έξω κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
συναισθηματικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Gefühlsweltθηλυκό | Femininum, weiblich f
συναισθηματικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ο Τρίτος κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
die Dritte Welt
ο Τρίτος κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ζωικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Tierweltθηλυκό | Femininum, weiblich f
ζωικός κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
άλλος κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Jenseitsουδέτερο | Neutrum, sächlich n
άλλος κόσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: