„Börsenkrise“: Femininum, weiblich BörsenkriseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κρίση του χρηματιστηρίου κρίσηFemininum, weiblich | θηλυκό f του χρηματιστηρίου Börsenkrise Börsenkrise