Greek-German translation for "κοινωνικός"

"κοινωνικός" German translation

κοινωνικός
[kjinoniˈkos], κοινωνική, κοινωνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • gesellschaftlich, Gesellschafts-
    κοινωνικός
    κοινωνικός
  • sozial, Sozial-
    κοινωνικός ψυχολογία | Psychologieψυχολ
    κοινωνικός ψυχολογία | Psychologieψυχολ
  • gesellig
    κοινωνικός άνθρωπος
    κοινωνικός άνθρωπος
examples
  • κοινωνικές ασφαλίσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    Sozialversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κοινωνικές ασφαλίσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
  • κοινωνικές εισφορέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    Sozialabgabenπληθυντικός | Plural pl
    κοινωνικές εισφορέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
  • κοινωνικές επιστήμεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    Sozialwissenschaftenπληθυντικός | Plural pl
    κοινωνικές επιστήμεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
  • hide examplesshow examples

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: