δομή
[ðoˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Strukturθηλυκό | Femininum, weiblich fδομήδομή
examples
- δομή εξουσίαςMachtstrukturθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δομή της κοινωνίαςGesellschaftsstrukturθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δομή της φράσηςSatzbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m