Schicht
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- στρώμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSchicht auch | και, επίσηςa. Geologie | γεωλογίαGEOLSchicht auch | και, επίσηςa. Geologie | γεωλογίαGEOL
- κοινωνική τάξηFemininum, weiblich | θηλυκό fSchicht sozialκοινωνικό στρώμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSchicht sozialSchicht sozial
- βάρδιαFemininum, weiblich | θηλυκό fSchicht ArbeitSchicht Arbeit