σύνολο
[ˈsinolo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gesamtheitθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνολο το όλονGanze(s)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nσύνολο το όλονσύνολο το όλον
- Summeθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνολο αριθμόςσύνολο αριθμός
- Gesamtmengeθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνολο ποσότητασύνολο ποσότητα
- Gesamtbetragαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύνολο χρημάτωνσύνολο χρημάτων
- Garniturθηλυκό | Femininum, weiblich fσύνολο εργαλείων, κτλσύνολο εργαλείων, κτλ
examples
- σύνολο περιουσιακών στοιχείωνGesamtvermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σύνολο πόντωνAugenzahlθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σύνολο συνεργατώνMitarbeiterstabαρσενικό | Maskulinum, männlich m