κενός
[kjeˈnos], κενή, κενόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- leerκενός άδειοςκενός άδειος
- freiκενός θέσηκενός θέση
- vakantκενός έδρα, αξίωμακενός έδρα, αξίωμα
- κενός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
-
-
- κενή ώραθηλυκό | Femininum, weiblich fFreistundeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples