καταπίνω
[kataˈpino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <κατάπια>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (hinunter)schluckenκαταπίνωκαταπίνω
- verschluckenκαταπίνωκαταπίνω
- schlucken, einsteckenκαταπίνω προσβολή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκαταπίνω προσβολή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- unterdrückenκαταπίνω οργήκαταπίνω οργή
examples
-
- wenn man ihn danach fragt, ist er nicht ansprechbar
hide examplesshow examples