ιδιωτικός
[iðiotiˈkos], ιδιωτική, ιδιωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ιδιωτικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplPrivatangelegenheitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- ιδιωτική ασθενήςθηλυκό | Femininum, weiblich fPrivatpatientinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ιδιωτική ασφάλισηθηλυκό | Femininum, weiblich fPrivatversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples