εκδότης
[ekˈðotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verlegerαρσενικό | Maskulinum, männlich mεκδότης εκδοτικός οίκοςεκδότης εκδοτικός οίκος
- Herausgeberαρσενικό | Maskulinum, männlich mεκδότης επιμελητής εκδόσεωςεκδότης επιμελητής εκδόσεως