„Privatsache“: Femininum, weiblich PrivatsacheFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προσωπική υπόθεση, ιδιωτική υπόθεση προσωπική υπόθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Privatsache ιδιωτική υπόθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Privatsache Privatsache