θερμότητα
[θerˈmotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wärmeθηλυκό | Femininum, weiblich fθερμότητα μέτρια, κ. φυσθερμότητα μέτρια, κ. φυσ
- Hitzeθηλυκό | Femininum, weiblich fθερμότητα υψηλήθερμότητα υψηλή
- Wärmeθηλυκό | Femininum, weiblich fθερμότητα εγκαρδιότητα μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφHerzlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fθερμότητα εγκαρδιότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφθερμότητα εγκαρδιότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- θερμότητα μέσω τριβής φυσReibungswärmeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θερμότητα του σώματοςKörperwärmeθηλυκό | Femininum, weiblich f