„Hitzebeständigkeit“: Femininum, weiblich HitzebeständigkeitFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αντοχή στη θερμότητα αντοχήFemininum, weiblich | θηλυκό f στη θερμότητα Hitzebeständigkeit Hitzebeständigkeit