εργοστάσιο
[erɣoˈstasio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ηλεκτρικό εργοστάσιοKraftwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εργοστάσιο εμφιάλωσηςAbfüllanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εργοστάσιο επεξεργασίας μεταλλευμάτωνErzhütteθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples