„Erzhütte“: Femininum, weiblich ErzhütteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εργοστάσιο επεξεργασίας μεταλλευμάτων εργοστάσιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n επεξεργασίας μεταλλευμάτων Erzhütte Erzhütte