Greek-German translation for "εργατικός"

"εργατικός" German translation

εργατικός
[erɣatiˈkos], εργατική, εργατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Arbeits-, Arbeiter-
    εργατικός σχετικός με την εργασία/τον εργάτη
    εργατικός σχετικός με την εργασία/τον εργάτη
  • arbeitsam, fleißig
    εργατικός που αγαπά την εργασία
    εργατικός που αγαπά την εργασία
examples
  • εργατικά έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
    Arbeitskostenπληθυντικός | Plural pl
    εργατικά έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
  • εργατική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Arbeiterklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    εργατική τάξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • εργατική φόρμαθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Blaumannαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    εργατική φόρμαθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • hide examplesshow examples

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: