δίκαιο
[ˈðikjeo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nδίκαιο νομικός όρος | Rechtswesenνομδίκαιο νομικός όρος | Rechtswesenνομ
examples
- ποινικό δίκαιοStrafrechtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- διεθνές δίκαιοVölkerrechtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- δίκαιο ανηλίκωνJugendrechtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples