Arbeitskraft
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εργατικό δυναμικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο nArbeitskraftArbeitskraft
- αποδοτικότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fArbeitskraft PersonArbeitskraft Person