Greek-German translation for "εμβολιασμός"

"εμβολιασμός" German translation

εμβολιασμός
[emvoliazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Impfungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    εμβολιασμός ιατρική | Medizinιατρ
    εμβολιασμός ιατρική | Medizinιατρ
  • Pfropfungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    εμβολιασμός βοτανική | Botanikβοτ
    εμβολιασμός βοτανική | Botanikβοτ
examples
  • εμβολιασμός από το στόμα
    Schluckimpfungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    εμβολιασμός από το στόμα
  • εμβολιασμός για τσιμπούρια
    Zecken(schutz)impfungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    εμβολιασμός για τσιμπούρια
προληπτικός εμβολιασμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Schutzimpfungθηλυκό | Femininum, weiblich f
προληπτικός εμβολιασμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
υποχρεωτικός εμβολιασμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Impfpflichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
υποχρεωτικός εμβολιασμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: