„Schluckimpfung“: Femininum, weiblich SchluckimpfungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εμβολιασμός από το στόμα εμβολιασμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m από το στόμα Schluckimpfung Schluckimpfung