„Impfpflicht“: Femininum, weiblich ImpfpflichtFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υποχρεωτικός εμβολιασμός υποχρεωτικός εμβολιασμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Impfpflicht Impfpflicht