Greek-German translation for "απασχόληση"

"απασχόληση" German translation

απασχόληση
[apaˈsxolisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Beschäftigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    απασχόληση
    Tätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    απασχόληση
    απασχόληση
  • Ablenkungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    απασχόληση ψυχαγωγία
    απασχόληση ψυχαγωγία
αγαπημένη απασχόλησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Lieblingsbeschäftigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
αγαπημένη απασχόλησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
δευτερεύουσα απασχόλησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Nebenarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
Nebenbeschäftigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
δευτερεύουσα απασχόλησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
μερική απασχόλησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Teilzeitbeschäftigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
Halbtagsbeschäftigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
μερική απασχόλησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
εισόδημα από δευτερεύουσα απασχόληση
Nebenverdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εισόδημα από δευτερεύουσα απασχόληση
πλήρης απασχόλησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Vollbeschäftigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
πλήρης απασχόλησηθηλυκό | Femininum, weiblich f

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: