ατομικός
[atomiˈkos], ατομική, ατομικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- persönlichατομικόςατομικός
- ατομικός φυσ
examples
-
- ατομική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich fAtomenergieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ατομική θεραπείαθηλυκό | Femininum, weiblich fEinzeltherapieθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples