διαγωνισμός
[ðiaɣonizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wettbewerbαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαγωνισμόςδιαγωνισμός
- Preisausschreibenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιαγωνισμόςδιαγωνισμός
- Examinaπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplδιαγωνισμός πληθυντικός | Pluralpl εξετάσειςPrüfungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplδιαγωνισμός πληθυντικός | Pluralpl εξετάσειςδιαγωνισμός πληθυντικός | Pluralpl εξετάσεις
examples
- διαγωνισμός κολύμβησηςWettschwimmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- διαγωνισμός χορούTanzwettbewerbαρσενικό | Maskulinum, männlich m