„Behörde“: Femininum, weiblich BehördeFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αρχή, υπηρεσία, αρχές αρχήFemininum, weiblich | θηλυκό f Behörde υπηρεσίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Behörde Behörde αρχέςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Behörde Plural | πληθυντικόςpl Behörde Plural | πληθυντικόςpl