„σηματοδοτώ“: μεταβατικό ρήμα σηματοδοτώ [simatoðoˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) signalisieren signalisieren σηματοδοτώ σηματοδοτώ examples σηματοδοτώ την αρχή για κάτι den Auftakt zu etwas bilden σηματοδοτώ την αρχή για κάτι