„απόλυτα“: επίρρημα απόλυτα [aˈpolita]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) restlos restlos απόλυτα απόλυτα examples απόλυτα λανθασμένος grundverkehrt απόλυτα λανθασμένος απόλυτα σιωπηλός totenstill απόλυτα σιωπηλός