λανθασμένος
[lanθazˈmenos], λανθασμένη, λανθασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- falsch, fehlerhaft, verkehrtλανθασμένοςλανθασμένος
examples
- λανθασμένη απόφασηθηλυκό | Femininum, weiblich fFehlentscheidungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- λανθασμένη είδησηθηλυκό | Femininum, weiblich f εφημερίδαςZeitungsenteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- λανθασμένη στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f αθλητισμός | SportαθλHaltungsfehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m