„ανεβάζω“: μεταβατικό ρήμα ανεβάζω [aneˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nach oben bringen, darauf stellen, erhöhen, aufführen nach oben bringen ανεβάζω πηγαίνω επάνω ανεβάζω πηγαίνω επάνω darauf stellen ανεβάζω βάζω πάνω σε ανεβάζω βάζω πάνω σε erhöhen ανεβάζω τιμές, θερμοκρασία ανεβάζω τιμές, θερμοκρασία aufführen ανεβάζω θέατρο | Theaterθεατ ανεβάζω θέατρο | Theaterθεατ examples ανεβάζω τα πανιά ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ die Segel setzen ανεβάζω τα πανιά ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ