„nötig“: Adjektiv nötigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αναγκαίος, απαραίτητος, απαιτούμενος αναγκαίος, απαραίτητος, απαιτούμενος nötig nötig examples das Nötige τα απαραίτηταNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl τα χρειαζούμεναNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl das Nötige etwas nötig haben έχω ανάγκη από κάτι etwas nötig haben es ist nötig είναι ανάγκη, πρέπει, χρειάζεται (zu να) es ist nötig es ist nicht nötig δε χρειάζεται, δεν είναι ανάγκη (zu να) es ist nicht nötig du hast es gerade nötig! κοίτα ποιος μιλάει! du hast es gerade nötig! hide examplesshow examples